Στην οικογένεια δεν είχαμε ιστορικό καρκίνου. Μόνο ένας παππούς που πέθανε…παππούς. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα νοσήσω από τον καρκίνο. Νόμιζα ότι συνέβαινε μόνο στους άλλους. Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι οι άλλοι είμαστε εμείς. Ήμουν νέα, δυνατή, θαραλλέα, ήθελα να ρουφήξω τη ζωή. Ήμουν μόνο 38 ετών.
Όλα στη ζωή μου τα έκανα νέα. Παντρεύτηκα μικρή, φοιτήτρια, δουλεύω από τα 23 μου, νόσησα μικρή. Ο γιατρός μου λέει ότι ξεμπέρδεψα με τον καρκίνο και μικρή. Μακάρι να είναι έτσι.
Ήταν ένα ζεστό κυριακάτικο απόγευμα στο τέλος του καλοκαιριού. Γύρισα από τη θάλασσα, φορούσα το μαγιό μου και ξάπλωσα στον καναπέ αποκαμωμένη. Ακούμπησα το στήθος μου και έπιασα κάτι. Τρόμαξα. Σκέφθηκα, δεν μπορεί. Είμαι πολύ μικρή, κάνω υγιεινή ζωή, δεν έχουμε στην οικογένεια ιστορικό καρκίνου του στήθους, είναι καλοκαίρι, είναι ωραίο απόγευμα.
Όταν πήγαινα στο γιατρό έχοντας «πιάσει» κάτι στο στήθος, έλεγα τίποτα δεν θα είναι κακό, δεν μπορεί. Έτσι, μου είπε και ο ακτινολόγος που μου έκανε τη μαστογραφία: δεν είναι τίποτα κακό, μην ανησυχείς, έλα του χρόνου για τον ετήσιο έλεγχο. Τι ωραία που είναι να σου λένε ότι δεν είναι τίποτα, ενώ έχεις τρομάξει τόσο πολύ! Πας για παγωμένες μπύρες και λες στις φίλες σου false alarm.
Το ογκίδιο όμως εξακολουθεί να είναι εκεί. Το πιάνεις κάθε φορά που κάνεις μπάνιο, φοβισμένη αλλά και με μια μανία να θέτεις το χέρι σου επί τον τύπον των ήλων.
Η Ιωάννα, η φίλη μου, ήταν ο πιο κοντινός μου άνθρωπος που είχε περάσει καρκίνο του μαστού. Η Ιωάννα με έσωσε. Ήταν απόγευμα Παρασκευής μετά από μια κουραστική περίοδο στη δουλειά μου, μόλις είχα πάρει μετάθεση στη Λάρισα μετά από δεκαπέντε χρόνια πήγαινε-έλα στην Ελασσόνα και πίναμε κρασάκι τρεις αγαπημένες φιλενάδες. Για να κλείσουμε μια εποχή. Για να ανοίξουμε μια καινούρια.
Είχαν περάσει ήδη τρεις μήνες από την πρώτη φορά που το είχα πιάσει και ο γιατρός είχε πει ότι δεν ήταν κάτι ανησυχητικό. Η Ιωάννα μπαγμένη για τα καλά στη ζωή σε όλα, ήταν κατηγορηματική. Πήγαινε στους γιατρούς και βγάλτο. Πες τους, δεν το θέλω πάνω μου και ας είναι και καλό. Η Ιωάννα με έσωσε. Η ίδια δεν τα κατάφερε με τον καρκίνο. Πέθανε τρία χρόνια μετά. Της κρατούσα το χέρι στο νοσοκομείο, ενώ ο καρκίνος έτρωγε τα σωθικά της. Έβγαλα τον επικήδειο στην κηδεία της. Ήταν 47 χρονών. Η Αλίκη, η Νίκη και η Στεφανούλα εννιά χρονών ήταν τότε που έφυγε η μαμά τους, τα τρία κορίτσια της, της χρωστάν την ύπαρξή τους. Κι εγώ την ίδια μου ζωή.
Την άκουσα την Ιωάννα, ξαναπήγα, φοβισμένη πάντα, στους γιατρούς και τους είπα ότι εγώ εξακολουθώ να το πιάνω αυτό το πραγματάκι στο στήθος μου, πείτε μου τι είναι. Και μου είπαν. Καρκίνος.
Μου είπαν ότι ανησυχούν λίγο, όχι πολύ, αλλά πρέπει να μπω στο χειρουργείο αμέσως. Το έβλεπα στο βλέμμα τους, ότι από τον υπέρηχο καταλάβαιναν ότι είναι καρκίνος. Ήθελαν και την επέμβαση και τη βιοψία για να το επιβεβαιώσουν. Καθόμουν στα πεζοδρόμια και έκλαιγα. Εγώ καρκίνο? Δηλαδή θα πεθάνω? Στο σπίτι μας δεν μπορούσε κανείς να αρθρώσει τη λέξη καρκίνος έως τότε. Και τώρα νομίζω ότι μόνο εγώ μπορώ. Η μάνα μου ακόμη δεν μπορεί. Ούτε ο άντρας μου.
Ήταν Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου του 2011 όταν μπήκα στο χειρουργείο. Το πρώτο βράδυ τα βλέφαρα δεν έκλεισαν ούτε λεπτό. Καρκίνος = θάνατος. Αυτό. Το μόνο πράγμα που με κρατούσε ήταν η Βάσια Τριφύλλη, που είχα ακούσει κάποτε στη τηλεόραση, και η Ανθή από τις γνωστές που τα είχαν καταφέρει. Αυτές σκεφτόμουν. Η Ιωάννα πάλευε τότε.
Πέρασαν μερικά χρόνια, τρία περίπου για να βρω το θάρρος να πάω στο Σύλλογο Καρκινοπαθών (Καρκινοπαθών έλεγα? Μα εγώ δεν είμαι τώρα ασθενής).
Ο λόγος που είμαι εδώ απόψε μαζί σας είναι αυτός: αν, αν χρειαστεί κάποια γυναίκα να θυμηθεί γυναίκες που εδώ και πέντε πια χρόνια τα έχουν καταφέρει ας με θυμηθεί Ας θυμηθεί κι εμένα σαν μία από αυτές στις γυναίκες που τα κατάφεραν. Άκουσα τη λέξη καρκίνος, τρόμαξα, έκλαψα πολύ, φοβήθηκα, πίστεψα ότι θα πεθάνω και φρόντισα. Φρόντισα να κάνω το καλύτερο δυνατό για την υγεία μου: σωματική και ψυχική.
Από τότε γιορτάζω δυο φορές το χρόνο γενέθλια: μία τα βιολογικά μου και μία την ημερομηνία που πέταξα τον καρκίνο από πάνω μου. Ναι, πόνεσα πολύ, φοβήθηκα πολύ, χρειάστηκα την οικογένειά μου, τους φίλους μου και την ψυχολογική στήριξη ειδικών για να μπορέσω σήμερα να είμαι εδώ. Χρειάστηκε να ξαναβρώ την Όλγα, να με φροντίσω όπως δεν το είχα κάνει έως τότε, να με κανακέψω, να με πάρω αγκαλιά, να με ζεστάνω. Κι όλα αυτά με αφορμή τον καρκίνο.