Castories#5 Το σκουφί ( Γραμμένο 28 Σεπτεμβρίου 2014 )

//Castories#5 Το σκουφί ( Γραμμένο 28 Σεπτεμβρίου 2014 )
201711182305296073

Castories#5 Το σκουφί ( Γραμμένο 28 Σεπτεμβρίου 2014 )

Πριν λίγες μέρες χαζολογώντας με το Μιλτιάδη βαλθήκαμε να τραβάμε φωτογραφίες ο ένας τον άλλο, διασκεδάζοντας την ευτυχισμένη αεργία μας, εκείνη την πρώτη, αληθινά φθινοπωρινή βραδιά .
Είναι αλήθεια, ότι όσο κι αν ποτέ δεν μου πολυάρεσαν οι φωτογραφίες και τα κοιτάγματα στον καθρέφτη, τελευταία έπιανα τον εαυτό μου ολοένα και περισσότερο ν’ αναζητάει την εικόνα μου σε κάθε επιφάνεια που μπορούσε να αντιγυρίσει το είδωλό μου. Καθώς μάλλον ήταν απίθανο να μεταμορφώθηκα αίφνης σε Νάρκισσο άρχισα να σκέφτομαι πως κάτι άλλο φταίει που με κάνει ν’ αντιδρώ έτσι περίεργα. Και τελικά δεν ήταν καθόλου δύσκολο ν’ ανακαλύψω τι ήταν αυτό, όπως δύσκολο δεν είναι για κανέναν να καταλάβει την περίεργη αλλαγή μιας συμπεριφοράς του, εφόσον θελήσει να δει τον εαυτό του κατάματα κι όχι κρυμμένος πίσω απ’ το μικρό του δαχτυλάκι.

Όσο κι αν ο προσωπικός μου αξιακός κώδικας μ’ έκανε όλα αυτά τα χρόνια να πιστεύω ότι η ουσία μας κι όχι η εικόνα μας είναι εκείνο που μας χαρακτηρίζει, η περιπέτεια που πέρασα και εξακολουθώ να περνάω, αναμενόμενο ήταν και είναι να φέρνει μικρές ή μεγαλύτερες αλλαγές, τόσο στην εξωτερική μου εικόνα όσο και στο “από μέσα” μου που δεν φαίνεται το ίδιο εύκολα, αλλαγές που πολύ δύσκολα, και πάντως σίγουρα καθόλου γρήγορα ή άμεσα δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές ούτε από τους άλλους αλλά ούτε κι από μένα την ίδια. Όλα θέλουν το χρόνο τους. Και η αποδοχή σημαντικών αλλαγών, τον χρειάζεται ίσως ακόμα περισσότερο. Και εξοικείωση χρειάζεται. Κι ένα άλλου τύπου ειδικό “θάρρος” σίγουρα, το οποίο δεν είχε ευτυχώς χρειαστεί να το ανακαλύψω ως τώρα και μακάρι να μη χρειαστεί να το ανακαλύψει ποτέ του και κανείς από όλους εσάς που μπαίνετε στο κόπο να διαβάσετε αυτές τις γραμμές.

Παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινώ λοιπόν να μοιραστώ μαζί σας άλλο ένα δύσκολο κομμάτι της ιστορίας μου, έχοντας την ελπίδα να μη βιαστεί κανείς να κρίνει όσα διαβάσει, να μη με παρεξηγήσει, να μη με “μαλώσει” , να μη προσπαθήσει καν να με νουθετήσει τρυφερά ή όχι για όσα ένιωσα και νιώθω. Μιλάω, γράφω και μοιράζομαι γιατί έτσι ελαφρώνει το όποιο βάρος κουβαλάω κι έπειτα μπορώ να τ’ αφήσω όλα στην άκρη και να πάω παρακάτω. Δεν χρειάζομαι παρηγοριές, ούτε παραινέσεις. Ξέρω ότι όλα θα περάσουν. Αλλά ακόμα κι αν δεν περάσουν, θα ‘χω “περάσει” εγώ “αλλού” οπότε κλάιν που θα ‘λεγαν και τα φιλαράκια του γιου μου. Επίσης ξέρω ότι αρκετοί σιχαίνεστε το μαύρο χιούμορ μου αλλά γμ το κέρατό μου μπορεί πολλά να μ’ εγκαταλείπουν, αυτό όμως ποτέ! Τέλος πάντων εγώ ψυχογιατρεύομαι με τούτο το μοίρασμα κι αυτό είναι όλο. Πάμε παρακάτω.

Όταν έσκασε λοιπόν “όλο αυτό” κι αφού κατάλαβα ότι δεν πρόκειται πολύ άμεσα να αποδημήσω εις Κύριον, το μόνο που με στενοχωρούσε ήταν οι ..τρίχες! Γελοίο ή όχι, ανόητο ή υπερβολικό, εμένα εκείνο που μ’ έσκαγε, ήταν που θα ‘χανα τα μαλλιά μου. Δεν σκεφτόμουν χειρουργεία, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, πόνους, κακουχίες, ατελείωτα τρυπήματα, τη ζωή μου την ίδια που θα ‘μπαινε έτσι κι αλλιώς στο “ψυγείο” γι αρκετούς μήνες αλλά σκεφτόμουν τα μαλλιά μου!

Ήδη απ’ τον Αύγουστο άρχισα να τα κόβω λίγο λίγο. Μπας κι άρχιζα να το συνηθίζω. Δυσκολάκι αλλά μέσα στη χαρά και τη δράση του καλοκαιριού το ξεπέρναγα. Ή τουλάχιστον το ξέχναγα. Ήρθε Σεπτέμβρης, άρχισαν και οι χημειοθεραπείες. Το ‘ξερα ότι πλέον ήταν θέμα χρόνου κι όχι προσωπικής επιλογής. Ο γιατρός μου με προειδοποίησε από την πρώτη πρώτη μέρα: Τα μαλλιά σου θα πέσουν, οπότε καλό είναι σύντομα να τα κόψεις μόνη σου. Θα δεις ότι είναι πιο πρακτικό για πολλούς λόγους.

Ανένδοτη εγώ. Όσο η κόμη μου έστεκε αγέρωχη στη θέση της, εγώ έλεγα πως δεν θα ΄βαζα ξανά ψαλίδι πάνω της. Βέβαια από μέσα μ΄ έτρωγε το σαράκι και κάνοντας ασκήσεις θάρρους και πρόβες πάνω στους πολύ πολύ δικούς μου ανθρώπους έλεγα: Θα πάω να ξυρίσω το κεφάλι μου… Γιατί βιάζεσαι παιδί μου; ερχόταν συνήθως η πανικόβλητη απάντηση της μάνας μου. Μπορεί να μην πέσουν. Μη το κάνεις. Δεν υπάρχει λόγος!.. Αυτό για όσους δεν ξέρουν λέγεται Άρνηση.. Και γύρω μου υπήρχαν πολλοί που την είχαν και την εκδήλωναν σε μεγάλο βαθμό.. Δεν τους κακίζω. Ίσα ίσα. Άλλωστε την ίδια άρνηση ένιωθα κι εγώ πολλές φορές. Αλλά νομίζω θα με ανακούφιζε, θα ‘φευγε από πάνω μου ένα κάποιο βάρος αν αντί γι αυτό άκουγα π.χ. τη μάνα μου, που ειρήσθω εν παρόδω στέκεται Κέρβερος και ήρωας δίπλα μου όλο αυτόν το καιρό παρά την μεγάλη ηλικία της και τις σωματικές της ανημπόριες, να μου λέει :
-Να τα ξυρίσεις παιδί μου! Εδώ το ‘κανες γι αστείο και χωρίς καν να μας προετοιμάσεις πριν 30 χρόνια, τώρα το σκέφτεσαι! Δεν το ‘λεγε όμως. Δεν μπορούσε. Η ψυχή της άντεχε να με νταντεύει στα 47 μου σα μωρό παιδί, τουλάχιστο αυτή την κάθε δεύτερη βδομάδα που δεν την παλεύω, αλλά τα μαλλιά μου δεν άντεχε να τα δει πεταμένα στο καλάθι των αχρήστων.
Ο πατέρας μου άκουγε συνήθως σιωπηλός τα πάντα. Νομίζω ότι τους τελευταίους μήνες έγινε μάλιστα ακόμα πιο σιωπηλός απ’ ότι ήταν. Ο Μιλτιάδης μου φαινόταν πιο έτοιμος απ’ όλους μας. Ήξερα πως έμπαινε στο διαδίκτυο κι όλα τα ‘ψαχνε μόνος του. Όλα τα ‘βλεπε και για όλα προετοιμαζόταν. Αθόρυβος, συστηματικός, μετρημένος, ψύχραιμος, υποστηρικτικός με κάθε λεκτικό ή μη τρόπο.

Οι μέρες περνούσαν, τα σιφόνια, οι αποχετεύσεις, η σακούλα της ηλεκτρικής σκούπας μαρτυρούσαν ότι κοντοζύγωνε η ώρα του αποχαιρετισμού.
Οι καταπληκτικές νοσηλεύτριες του Ογκολογικού μου ΄λεγαν πολύ ευγενικά και τρυφερά: Κόψτα επιτέλους κοριτσάκι (για κάποιο λόγο εκεί μέσα όλοι με βλέπουν μικρή!) να τελειώνεις μ’ αυτό το βάσανο. Δεν είναι τίποτα τρομερό. Όταν τελειώσει όλο αυτό, θα ξαναβγούν και θα είναι και καλύτερα από πριν. Άσε που πολλές φορές βγαίνουν άλλο χρώμα ή και σγουρά!. Εγώ αντιστεκόμουν ακόμα. Έβλεπα τους άλλους ασθενείς να κάθονται στις διπλανές αναπαυτικότατες γαλάζιες πολυθρόνες της χημειοθεραπείας κι έλεγα από μέσα μου χωρίς να το πολυπιστεύω όμως πια: εγώ θα ΄μαι η εξαίρεση. Δε θα πέσουν!
Αμ δε!
Με το που άρχισαν να πέφτουν τα φύλλα απ’ τα δέντρα άρχισαν να μ’ εγκαταλείπουν άτακτα και τα μαλλάκια μου. Δεν έβαζα χτένα πάνω τους από φόβο μη τα “στείλω” μια ώρα αρχύτερα. Λουζόμουν κι έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Με το που έβγαινα απ’ τη μπανιέρα αρπαζόμουν απ’ τον μεγάλο νιπτήρα και πάσχιζα μέσα απ΄ το θολωμένο ακόμα απ’ τους υδρατμούς μεγάλο εντοιχισμένο καθρέφτη να καταγράψω τις νέες απώλειες.

Μ΄ αυτά και μ’ εκείνα το πήρα επιτέλους απόφαση και πήγα στις κολλητές μου. Την Εύα και την Όλγα. Μπήκα μέσα. Το ‘χαμε συζητήσει πολλές φορές ήδη. Είχαμε πάει μάλιστα μαζί κι είχαμε διαλέξει την νέα μου κόμη. Ήταν μια όμορφη μέρα θυμάμαι εκείνη. Ξεσηκώσαμε το μαγαζί με τις κουβέντες και τ’ αστεία μας. Δοκιμάζαμε όλες μαζί περούκες και τουρμπάνια. Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού μας κοίταζε περίεργα. Θερινό της το κάναμε. Καταλήξαμε σε εκείνη που θύμιζε πιο πολύ απ΄ όλες τα δικά μου μαλλιά, μου κάναν δώρο οι φίλες μου και 3-4 χρωματιστά σκουφάκια και υποσχεθήκαμε φεύγοντας κάποια στιγμή να τα βάλουμε όλες μαζί και να βγούμε βόλτα.

Έτσι όταν με είδαν να μπαίνω τις προάλλες στο κομμωτήριο εύκολα κατάλαβαν ότι είχε έρθει η ώρα. Είχαν πελάτισσες στο μαγαζί. Πιάσαμε κουβέντα μέχρι ν’ αραιώσει ο κόσμος. Μου ‘βαλαν καφέ. Πήρα ένα απ’ τα τσιγάρα της Εύας. Εγώ το άναψα κι εκείνη πήρε το ψαλίδι. Τόσα χρόνια επαγγελματίες -εκτός από φίλες- δεν τις είδα ποτέ να κάνουν τόσες ώρες να κουρέψουν άνθρωπο. Απελπίστηκα. Κάποια στιγμή γυρνάω και λέω: ρε φιλενάδα τι το χαϊδεύεις τόση ώρα το κεφάλι μου! Πάρε τη μηχανή και ξύρισέ το γιατί δεν βλέπω προκοπή… Την πήρε. Ξεκίνησε με την πιο μεγάλη σκάλα. Άδικος κόπος , της λέω. Την έβλεπα και τη μια και την άλλη φίλη μου να είναι πιο συγκινημένες από μένα. “Θέλω να το κάνω σιγά σιγά” λέει η Εύα μου. “Θέλω να σε κάνω όμορφο όσο γίνεται…” συνέχισε. “Εύα, άσε τις μαλακίες, της λέω, και ξύρισέ τα. Στον πάτο. Τέλος. Κι εσύ Όλγα πάρε το κινητό και τράβα κανα δυο φωτογραφίες να τις έχω να θυμάμαι τι έκανα!..”

Ελάφρωσε το κλίμα. Ξυρίστηκε το κεφάλι μου. Γέμισε το πάτωμα μαλλί. Το σκούπισαν κι έπειτα πιάσαμε πάλι την κουβέντα λες και δεν είχε γίνει τίποτα. Λες. Γιατί εγώ με κάθε ευκαιρία έψαχνα κρυφά να δω την εικόνα μου σε κάποιον απ΄ τους καθρέφτες που ήταν γύρω. Ξαναμπήκε κόσμος στο μαγαζί. Τέλειωσε το πανηγύρι. Έβαλα το σκουφάκι της φωτογραφίας, κότσαρα και το γυαλί του ηλίου να κρύψω τα μάτια μου που για κάποιο λόγο άρχισαν να καίνε κι έφυγα.

Μετά από λίγο χτυπάω το κουδούνι στο πατρικό μου. Ανοίγει ο πατέρας με βλέπει με το σκουφί: Ωραίο είναι, μου λέει, σου δίνει τύπο.. δεν έχει καταλάβει, σκέφτομαι, τι κρύβω από κάτω. Πάω στη μάνα μου, πιο σκληρές πάντα οι κόρες με τις μανάδες τους, της ρίχνω τη βόμβα χωρίς περικοκλάδες: Ξύρισα το κεφάλι μου.. να στο δείξω;.. Η απάντηση με ξαφνιάζει. “Όχι” μου λέει. “Δεν αντέχω να το δω τώρα. Δώσμου λίγο χρόνο παιδί μου. Δεν είμαι έτοιμη..” Γίνομαι Τούρκος, αδικαιολόγητα. Τι θα πει δεν είσαι έτοιμη, θέλω να ουρλιάξω, ψάχνοντας να βρω εξιλαστήριο θύμα για να ξεσπάσω πάνω του. Δεν ξέρω αν το ‘κανα. Μπορεί και ναι. Δεν θυμάμαι. Εγώ ήμουν έτοιμη;;;; Εγώ άντεχα;;; Επιτέλους έβαλα τα κλάματα. Κι όρμησα στην εξώπορτα. Άκουσα τον πατέρα μου να ψιθυρίζει καθώς έκανε να ‘ρθει κοντά μου αλλά δεν πρόλαβε: Μη το κάνεις παιδάκι μου αυτό στον εαυτό σου..Μην κλ …
Δεν στάθηκα ν’ ακούσω λέξη παραπάνω. Ένιωθα αγρίμι πληγωμένο. Ούτε να φάω ήθελα, ούτε να πιω, ούτε κουβέντα ν’ αρθρώσω.

Η εικόνα μου, αυτή η καινούργια εικόνα μου, που ακόμα κι εγώ δεν μπορούσα δίχως να ξαφνιαστώ ν΄ αντικρύσω, δε γινόταν προς το παρόν αποδεκτή απ’ τη μάνα μου. Ήθελε λίγο χρόνο. Τη φοβόταν.. Τι φοβόταν;;;; Τι ήταν εκείνο που δεν άντεχε;;; Κι άμα δεν αντέχει να σε κοιτάξει η μάνα σου η ίδια που σ’ αγαπάει, που ξεσκίστηκε να σε γεννήσει, που σ’ ανάστησε από μια χούφτα ψυχή και σ΄ έκανε άνθρωπο, που σε ξανανασταίνει τώρα πάλι, χρέος κι έργο τιτάνιο για τους γέρικους ώμους της, πίσω πίσω κάθε 15 μέρες που πέφτεις στα πατώματα και γίνεσαι λιώμα, άμα δεν αντέχει αυτή –σκεφτόμουν μέσα στον παραλογισμό μου- να σε κοιτάξει όπως είσαι, όπως πραγματικά είσαι, απογυμνωμένη από κάθε τι, ένα ενήλικο βρέφος γι άλλη μια φορά, πώς εσύ τότε να βρεις τη δύναμη να κοιταχτείς στον καθρέφτη και να βρεις τρόπο αυτήν την άγνωστη εξωγήινη που σε κοιτάει να την συμπαθήσεις;;

Ήρθαν τα γενέθλια του Μιλτιάδη. Είχα αρχίσει λιγάκι να συνηθίζω να περνώ μπροστά απ’ τους καθρέφτες και να μη με τρομάζει η άγνωστη που έβλεπα μέσα τους. Μόνο καμιά φορά όταν ξυπνούσα μέσα στη νύχτα μισοζαλισμένη απ΄ τον ύπνο, χαμένη μέσα σ΄ εκείνο το ανύπαρκτο του ύπνου-ξύπνιου και διψασμένη πήγαινα ως την κουζίνα αναζητώντας ένα ποτήρι δροσερό νερό, εξακολουθούσα να τρομάζω με την ξένη που έβλεπα να περνάει μέσα απ΄ τον καθρέφτη της τραπεζαρίας. Τη μέρα όμως την είχα πια συνηθίσει. Είχα αποκτήσει συγκάτοικο. ΄Ηρθε λοιπόν κι ο Μιλτάκος να γιορτάσει τα γενέθλιά του μαζί μου. Αγκαλιές, φιλιά, χαρές στο σπίτι. Το σκουφί στο κεφάλι. Δεν τολμούσα να το βγάλω. Εκείνος όμως ήταν πιο θαρραλέος. Και πιο έτοιμος. “Βγάλ’ το σκουφί μάνα να δω τι έκανες..” Δίστασα. “Βγάλ’ το ρε μαμά…” επέμεινε ξανά. Παίρνω ανάσα το βγάζω. Ρε συ! ωραία είσαι κι έτσι, μου λέει. Σου πάει! Λοιπόν πού θα σε κυκλοφορήσω απόψε;;;; Παγωτό εγώ. Πήγα στον καθρέφτη πάλι. Να κι αυτός από δίπλα μου. Κοιταζόμαστε παρέα. Μοιάζουμε. Πολύ. Πιο πολύ από πριν. Γελάμε. Μια χαρά είσαι, μου ξαναλέει. Μ’ αρέσεις. Τον πήρα αγκαλιά. Μάλλον εκείνος με πήρε. Έτσι που μεγάλωσε και με πέρασε στο μπόι και με τα κεφάλια ολόιδια έμοιαζε σα μεγαλύτερος αδερφός μου. Θυμήθηκα πόσο παράλογα κι αδικαιολόγητα είχα θυμώσει πριν λίγα χρόνια όταν εκείνος πήγε και ξύρισε κάποια στιγμή τα μακριά κυματιστά μαλλιά του. Ντράπηκα με χρονοκαθυστέρηση για το φέρσιμό μου. Καμάρωσα για το τωρινό δικό του.

Βγήκαμε οι δυο μας βόλτα. Αργότερα βγήκα και με τους φίλους μου. Δεν τόλμησα βέβαια να βγω έξω με το ξυρισμένο μου κεφάλι. Κάνει και δροσούλα τώρα πια, τρέμω και στην ιδέα μήπως κρυώσω. Θέλω να μείνω όσο πιο υγιής γίνεται (εδώ γελάμε ελεύθερα) για να βγάλω πέρα τη θεραπεία μου. Και να τελειώνω νωρίς. Όσο πιο νωρίς γίνεται. Δίχως καθυστερήσεις κι αναβολές. Τρέμω όμως και στην ιδέα ότι κάποιοι μπορεί και να τρομάξουν. Από τι;;; Απ’ αυτό που δεν ξέρουν. Ή απ’ αυτό που ξέρουν αλλά δεν ξέρουν πώς να το διαχειριστούν. Τους προφυλάσσω απ’ το χαστούκι μιας αλήθειας που δεν θέλουν ή δεν αντέχουν να βλέπουν. Και τον εαυτό μου προστατεύω. Δε γουστάρω καθόλου να με λυπάται κανένας. Μα ούτε και να κοροϊδέψω κανέναν θέλω. Την αλήθεια μου μόνο λαχταράω να πω. Και ξέροντάς την όλοι σας να βλέπω στα μάτια σας χαμόγελα. Εγώ θα συνεχίσω λοιπόν να βγαίνω όσο ακόμα μπορώ, φορώντας τα δανεικά μαλλιά μου. Όμορφα είναι κι αυτά, δε βαριέσαι. Τα χρυσοπλήρωσα κιόλας. Κάτω από αυτά όμως, κατάλαβα πως εξακολουθώ να είμαι εγώ. Ίδια κι απαράλλαχτη μ’ αυτό που ήμουν πάντα. Ίσως πιο δυνατή μόνο. Και πιο περήφανη. Και πιο γενναία. Ευτυχώς είχα γύρω μου πολλούς καθρέφτες να κοιτάζομαι όλες αυτές τις μέρες. Μέσα σ’ αυτούς και χάρη σ΄ αυτούς ξαναγνωρίζομαι με μένα. Γι αυτό και δε δίστασα να παίξω με τον Μιλτιάδη και τις φωτογραφίες που τραβούσαμε εκείνο το βράδυ. Γι αυτό και μοιράζομαι άλλη μια μαζί σας. Τόσο ίδια και τόσο αλλιώτικη από τη φωτογραφία προφίλ που ανέβασα τις προάλλες και σπεύσατε τόσοι πολλοί να κλικάρετε like φτιάχνοντάς μου τη διάθεση.
Με μια φωτογραφία κι ένα ροζ σκουφί αποφασίζω φέτος -αφού έτσι το ‘φερε η τύχη- να υποδεχτώ το μήνα κατά του καρκίνου του μαστού που σε λίγες μέρες έρχεται. Και το κάνω και αρκετά νωρίτερα αφού ο ερχομός του θα με βρει ανίκανη να κάνω περισσότερα από το να κοιμάμαι, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Εσείς βάλτε κορδελάκια στους τοίχους σας, βραχιολάκια στα χέρια σας, στάμπες στα μπλουζάκια σας. Αναρτήστε εικόνες στα timeline σας από κορίτσια χλωμά με την υπέροχη μα βίαιη αλήθεια των ξυρισμένων κρανίων τους, ταρακουνήστε τις φίλες, τις αδερφές, τις μανάδες σας, τις κόρες σας. Ενημερώστε και ενημερωθείτε. Μα προπαντός μη φοβάστε. Τα κέρινα πρόσωπα με τα γυμνά κεφάλια, τα μαντήλια, τα σκουφάκια, τα τουρμπάνια κρύβουν πίσω τους μικρές καθημερινές ιστορίες. Ακούστε τες αν αντέχετε μα προς Θεού μην αποστρέφετε το βλέμμα. Για να θυμόμαστε ότι υπάρχουμε έχουμε ανάγκη όλοι μας το βλέμμα (αγάπης) των άλλων! Να είστε γενναίοι. Όπως θα φροντίσω να είμαι κι εγώ. Μέχρι την επόμενη φορά που θα τα ξαναπούμε. Σε καμιά βδομάδα κι αφού θα ΄χω αφήσει πίσω μου άλλο ένα γ@μημέν@ κύκλο χημείας υπόσχομαι να είμαι πάλι εδώ με τα δανεικά μου μαλλιά, με το σκουφάκι ή το μαντήλι μου! Χαμογελαστή, ζωηρή και πεινασμένη… Για φαΐ ,βόλτες, αποδοχή και …ΖΩΗ! Τα λέμε πάλι σε λίγες μέρες.

Ιωάννα Καραβάνα

Share on facebook
Share on google
Share on twitter
Share on linkedin
Share on pinterest
Share on print
Share on email

Άλλα #CaStories