Γράφω κάθε φορά κάποια λόγια πριν από αυτά που οι εθελοντές μας μοιράζονται με όλους μας. Μου είναι εξαιρετικά εύκολο γιατί τους γνωρίζω όλους καλά, τους σέβομαι, τους θαυμάζω αλλά και τους αγαπώ αληθινά.
Για τον σημερινό όμως εθελοντή να πω την αλήθεια δυσκολεύομαι. Πολύ. Ίσως γιατί τον ξέρω περισσότερο από όλους σας. Ίσως γιατί του χρωστάω τα πάντα και ανάμεσα σε αυτά και το ότι βρέθηκα κι εγώ η ίδια στο σύλλογο αυτό πριν μερικά χρόνια. Σίγουρα γιατί είναι ο άνθρωπος που με στήριξε και με στηρίζει απίστευτα σε ό,τι εύκολο, δύσκολο, περίεργο, απαιτητικό, ανόητο, σοβαρό ή υπερβολικό του ζητάω, χωρίς να υπολογίζω την ώρα, τη μέρα, τη στιγμή. Και σίγουρα επειδή αν δεν ήταν αυτός εγώ δε θα είχα κάνει τίποτα από όσα έχω κάνει ως σήμερα. Ένας σπουδαίος συνοδοιπόρος και πιστός συνεργάτης μου 24 ώρες το 24ωρο. Δε θα σταματήσω ποτέ να του λέω ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. Για όλα.
Ευγνώμων Μίλτο…
«Γεια σας και από εμένα, είναι μεγάλη μου χαρά που μου δίνεται η ευκαιρία να γράψω κάποια λόγια γύρω από τη σχέση “ΣΚΛ-Μίλτος”. Πριν περίπου 5+ χρόνια είχε νοσήσει η μητέρα από καρκίνο. Μέχρι τότε δεν γνώριζα το παραμικρό σχετικά με αυτή τη νόσο.
Οι μήνες πέρασαν με χημείες και ακτίνες και εγώ τότε φοιτητής σε άλλη πόλη προσπαθούσα να τα συνδυάσω όλα. Μετά το τέλος των θεραπειών της και την επιστροφή της στη Λάρισα, ένα απόγευμα εκεί που κάναμε δυο μας βόλτα στο ποτάμι και μιλούσαμε , η μητέρα μου που μόλις είχε βγάλει ξανά μαλλιά, και η όψη της μου θύμιζε τον Πίπη από μια παλιά ταινία, γι αυτό και από τότε ξεκίνησα να την φωνάζω έτσι, πετάει στην κουβέντα μας κάτι για ένα Σύλλογο με μέλη καρκινοπαθείς αλλά και εθελοντές που σκεφτόταν να πάει να τους γνωρίσει.
Δεν ήταν σίγουρη αν θα της άρεσε αλλά μου φαινόταν πως ήθελε να δοκιμάσει. Βασικά της είχε κινήσει το ενδιαφέρον μια δημοσίευση στο fb που είχε δει όταν έκανε ακτινοβολίες στην Αθήνα και έλεγε ότι ζητούσαν εθελοντές για να εκπαιδευτούν από ψυχολόγους ή κάτι τέτοιο. Την καταλάβαινα ότι το ήθελε, καταλάβαινα όμως και ότι δίσταζε. Επειδή ήταν στο δρόμο μας της είπα «δεν πάμε μια βόλτα απο κει να δούμε τι είναι, πριν γυρίσουμε σπίτι;»
Πήγαμε. Δεν ξέρω αλήθεια τι θα έκανε τελικά, αν εκείνη τη στιγμή δε το αποφασίζαμε να πάμε επί τόπου παρέα για να δούμε τι ήταν επιτέλους αυτός ο Σύλλογος.
Μπήκαμε μαζί την πρώτη φορά στο γραφείο στη Δήμητρας 14. Κανείς από τους δυο μας δεν ήξερε τι να περιμένει. Από εκείνο το απόγευμα δε θυμάμαι πολλά αλλά θυμάμαι σίγουρα τον κ. Ντίνο. Έναν κύριο με άσπρα μαλλιά που έλεγε αστεία. Ήταν κι άλλοι αλλά νομίζω εκείνος μου έκανε την πιο μεγάλη εντύπωση.
Ο Πίπης ξεκίνησε να πηγαίνει εκεί συχνά, ίσως και κάθε μέρα. Ήταν μόλις λίγες μέρες που είχε επιστρέψει από την Αθήνα και δεν είχε ξαναγυρίσει ακόμα στη δουλειά της, αφού ακόμα ανάρρωνε.
Την έβλεπα να ετοιμάζεται κάθε απόγευμα, να ντύνεται και να βγαίνει και χαιρόμουνα γιατί ένιωθα ότι έτσι ξαναγύριζε σε μια κανονικότητα. Μια καινούργια κανονικότητα που και οι δυο μας έπρεπε να τη δεχτούμε και να τη μάθουμε. Ή να τη μάθουμε και να την δεχτούμε.
Την έβλεπα να κάνει καινούργιους φίλους και καινούργια πράγματα. Όλοι πιστεύουν πως οι γονείς είναι πάντα αυτοί που ανησυχούν για τα παιδιά τους αλλά πιστέψτε με και τα παιδιά ανησυχούν για τους γονείς τους πολλές φορές και χωρίς να καταλαβαίνετε πόσο.
Σε μια από τις πρώτες δράσεις που πήγε η ίδια μου ζήτησε να πάω κι εγώ μαζί της. Δεν ξέρω αν ένιωθε ανασφάλεια ή αν απλά ήθελε να είμαι παρέα της κι εγώ.
Την έβλεπα ενθουσιασμένη οπότε δε της χάλασα το χατήρι. Πήγα. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με το Σύλλογο και τους ανθρώπους του. Μέσα από τη στενή σχέση που σιγά σιγά αποκτούσα και μέσα από τη συμμετοχή μου τελικά σε όλες στις δράσεις του συλλόγου ήμουνα σίγουρος πια ότι ήθελα να γίνω εθελοντής και να βοηθάω όσο το δυνατόν περισσότερο και αποτελεσματικότερα μπορούσα.
Πολύ σύντομα ένιωσα να γίνομαι κομμάτι κι εγώ του συλλόγου. Η συμμετοχή μου θεωρούταν δεδομένη πάντα. Δεν με ένοιαζε τι έπρεπε να κάνω. Έκανα ό,τι μου ζητούσαν. Βοηθούσα τον Πίπη με την τεχνολογία που δεν ήταν και έξπερτ μέχρι τότε, αλλά επέμενε να τα μάθει όλα, ετοίμαζα power point και excel, μάζευα άρθρα, νέα και πληροφορίες για όλα όσα ήθελε να ξέρει , κατέβαζα μουσικές για να παίζουν σε γιορτές, έκανα τον σερβιτόρο όταν χρειάζονταν, κουβάλησα αμέτρητα νερά, χυμούς, ημερολόγια, αλεξανδρινά, κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστείτε, μετέφερα οδηγώντας πράγματα που χρειαζόμασταν σε κάθε εξωτερική δράση, έβγαινα στο δρόμο με όλους τους άλλους εθελοντές και μοιράζαμε ενημερωτικά φυλλάδια με αφορμή παγκόσμιες ημέρες, μετέφερα σε συνέδρια, ραντεβού και κάθε είδους συναντήσεις τον Πίπη μαζί με άλλα μέλη του ΔΣ.
Θυμάμαι μάλιστα να έρχεται μια φορά πτώμα ο Πίπης από την Αθήνα με την ψυχή στο στόμα κατευθείαν από τη δουλειά και εγώ να περιμένω μαζί με τους άλλους στα αυτοκίνητα, στο σταθμό των τρένων για να τον πάρουμε, να αλλάζει ρούχα μέσα στο αυτοκίνητο και να φεύγουμε τρέχοντας με χίλια για να φτάσουμε έγκαιρα πότε στο Βόλο πότε στη Θεσσαλονίκη. Οι μόνες φορές που δεν μαλώναμε οι δυο μας για την ταχύτητα ήταν όταν αφορούσε το σύλλογο.
Έκανα αλήθεια πολλά χιλιόμετρα γι αυτούς τους ανθρώπους που έγιναν πια φίλοι και δικοί μου και τα έκανα όλα με μεγάλη χαρά. Θυμάμαι να επιστρέφουμε ξημερώματα από Θεσσαλονίκη και να σταματάμε στην Εθνική γιατί θυμηθήκαμε πως από τη βιασύνη μας δεν είχε φάει κανείς μας και να τρώμε τελικά σε μια καντίνα κοντά στα Τέμπη γιατί κοντεύαμε να πέσουμε κάτω όλοι από την πείνα.
Τους παρατηρούσα όλους τους και ένιωθα ότι είναι τόσο απίστευτα δυνατοί. Μου έκανε εντύπωση αυτό. Μου άρεσε να τους βλέπω έτσι. Μου άρεσε να βλέπω τον Πίπη έτσι ζωντανό και δραστήριο μαζί με όλη αυτή τη μεγάλη παρέα.
Με το πέρασμα των χρόνων στο σύλλογο γνώρισα παρά πολλούς ανθρώπους, μέλη του συλλόγου, ασθενείς, που βγάζουνε μια αστείρευτη και απίστευτη δύναμη για ζωή, κάνουν αστεία, χαίρονται, δουλεύουν πολύ και το κυριότερο είναι ότι δεν φοβούνται να πουν ότι πέρασαν Καρκίνο.
Ξεχωρίζω ανάμέσα σε όλους το Γιάννη Γκούμα που λόγω ηλικίας είμαστε αρκετά κοντά αλλά στην κορυφή βρίσκεται ο κ.Ντίνος με τα ανέκδοτά του. Οι άνθρωποι του συλλόγου είναι ίσως οι πιο δυνατοί άνθρωποι που ξέρω, γεμάτοι όρεξη για ζωή και δεν διστάζουν να βοηθάνε όλον τον κόσμο.
Πηγαίνοντας στο στρατό να κάνω τη θητεία μου αναγκαστικά δεν μπορούσα να είμαι πια το ίδιο παρών όπως ήμουνα πριν. Στην πράξη όμως ο σύλλογος δεν γίνεται να μου λείψει γιατί στην ουσία ο σύλλογος είναι εδώ και χρόνια ένα κανονικότατο μέλος της οικογένειάς μας.
Σας ευχαριστώ όλους σας για το χρόνο και το χώρο και την ευκαιρία που μου δώσατε να είμαι μαζί σας».